οἰκήτωρ

Revision as of 09:00, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νοῡς " to "νοῦς ")

English (LSJ)

ορος, ὁ, A inhabitant, A.Pr. 353, Hdt.2.103, 4.9,34, 7.153, Th.1.2, Antiph.91, etc. ; οἰ. θεοῦ, i. e. dwelling in the temple, E.Andr.1089 ; Ἅιδου οἰ., of one dead, S.Tr. 282, cf. Aj.396 (lyr.), 517. 2 colonist, Th.2.27, 3.92, Plb.3.100.4.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκήτωρ: -ορος, ὁ, κάτοικος, Ἡρόδ. 2. 103., 4. 9, 34., 7. 153, Αἰσχύλ. Πρ. 351, Θουκ. 1. 2, κτλ.· οἰκ. θεοῦ, δηλ. κατοικῶν ἐν τῷ ναῷ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1089· Ἅιδου οἰκ., ἐπὶ ἀνθρώπου τεθνεῶτος, Σοφ. Τρ. 282, πρβλ. Αἴ. 396, 517. 2) ἄποικος, Θουκ. 2. 27., 3. 92.

French (Bailly abrégé)

ήτορος (ὁ) :
1 habitant;
2 qui colonise, colon.
Étymologie: οἰκέω.

Spanish

habitante

Greek Monolingual

οἰκήτωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
1. κάτοικος («χθονός τῆσδ' εὐμενοῦς οἰκήτορας», Σοφ.)
2. άποικος («ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», Θουκ.)
3. φρ. α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί
β) «οἰκήτωρ θεοῡ» — κάτοικος ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].

Greek Monotonic

οἰκήτωρ: -ορος, ὁ (οἰκέω),·
1. κάτοικος, σε Ηρόδ., Αττ.· οἰκητὸς θεοῦ, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· Ἅιδου οἰκ., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ.
2. άποικος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκήτωρ: ορος ὁ
1) житель, жилец (γῆς, ἄντρων Aesch.; χθονός Soph.);
2) поселенец, колонист Thuc. etc.

Middle Liddell

οἰκήτωρ, ορος, ὁ, οἰκέω
1. an inhabitant, Hdt., attic; οἰκ. θεοῦ one who dwells in the temple of the god, Eur.; Ἅιδου οἰκ., of one dead, Soph.
2. a colonist, Thuc.

English (Woodhouse)

colonist, inhabitant