οἰκέω

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκέω Medium diacritics: οἰκέω Low diacritics: οικέω Capitals: ΟΙΚΕΩ
Transliteration A: oikéō Transliteration B: oikeō Transliteration C: oikeo Beta Code: oi)ke/w

English (LSJ)

Ep. οἰκείω Hes.Th.330, Locr. ϝοικέω IG9(1).334.29; Aeol. pres. part.
A οἴκεις Alc.69; Arg. 3sg. pres. opt. οἰκείη BCH33.452: impf. ᾤκεον Il.20.218, al., Att. ᾤκουν, Ion. οἴκεον Hdt.1.57: fut. οἰκήσω E.IA1508 (lyr.): aor. ᾤκησα Hdt.1.1: pf. ᾤκηκα S.El.1101:—Pass. and Med., fut. οἰκήσομαι in med. sense, Men.Rh.p.363 S.; but in pass., v. A. 11: aor. ᾠκήθην Il.2.668, etc.; ᾠκησάμην Aristid.1.103 J.: pf. ᾤκημαι as Med. and Pass., Ion. 3pl. οἰκέαται, v. A.1.2, 3: (οἶκος):
A trans., inhabit, ὑπωρείας ᾤκεον πολυπίδακος Ἴδης Il.20.218 (elsewhere in Hom. always intr., v. infr. B); οἰ. τοῦτον τὸν χῶρον Hdt.1.1, cf. 175, etc.; οἰ. δόμους A.Supp.961; ἄντρον Id.Eu.194: metaph., οἰκέω αἰῶνα καὶ μοῖραν have, enjoy, ἕτερον αἰῶνα καὶ μοῖραν οἰκήσομεν = I have a different life, a different lot to live, E.l.c.:—Pass., to be inhabited, οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο Il.4.18; ἐς γῆν… οἰκουμένην S.Ph.221; διὰ τῆς οἰκεομένης = through the inhabited country, Hdt.2.32; ὁδοιπόρεον ἐς τὴν οἰκεομένην Id.4.110; τὰς ἄλλας πόλιας οἰκεομένας μηδὲν ἧσσον although inhabited no less than before, Id.1.170: for ἡ οἰκουμένη, v. sub voce.
2 colonize, settle in, τὰς πλείστας τῶν νήσων Th.1.8, cf. 2.27, etc.; πόλιν prob. in E.Fr.360.11; νῆσον οἰκῆσαι, i.e. to be deported, POxy.1101.24 (iv A. D.): in pf. Pass., to be settled in, occupy, τοῖσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι Hdt.1.27; αἱ δύο [πόλιες] νήσους οἰκέαται ib.142 (cf. infr. 3).
3 in Pass., to be settled, of men or tribes to whom new abodes are assigned, τριχθὰ ᾤκηθεν καταφυλαδόν Il.2.668: Ion. pf. Pass. οἴκημαι, as pres., οἱ ἐν τῇ ἠπείρῳ οἰκημένοι Ἕλληνες those who have been settled, i.e. those who dwell…, Hdt.1.27; οἱ ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ οἰ. ib.28, cf. 8.115; also of cities, to be situated, lie, παρ' ὃν [ποταμὸν] Νίνος πόλις οἴκητο Id.1.193.
II manage, direct a household or a state, S.OC1535 (dub. sens.), E.El. 386, Th.3.37; οἴκει τὴν πόλιν ὁμοίως ὥσπερ τὸν πατρῷον οἶκον Isoc.2.19: metaph., μὴ τὸν ἐμὸν οἴκει νοῦν don't manage…, E.Fr.144:—Pass., εὖ οἰκούμεναι πόλεις well governed, Id.Hipp.486; μετρίως, ὀρθῶς, ἄριστα οἰ., Pl.Lg.936b, R.371c, 520d, etc.; πατρίδος τετυχηκὼς ἣ νόμοις… μάλιστα οἰκεῖσθαι δοκεῖ D.21.150: fut. οἰκήσεται in pass. sense, καθ' ὅτι ἄριστα ἡ πόλις οἰκήσεται Th.8.67, cf. Pl.La.185a, Aeschin.1.22, D.58.62, Arist.Pol.1284b38.
B intr., dwell, live, of persons, families, or tribes, have their abodes, settlements, in Hom. and Hdt. generally with ἐν... ᾤκεον δ' ἐν Πλευρῶνι Il.14.116, cf. Od.9.200,400; οἴκεε ἐν Πίνδῳ Hdt.1.56, cf. A. Ag.1234, Ar.Av.967 (Orac.), Antipho5.78; especially of metics, ἐγ Κολλυτῷ οἰκοῦντι IG12.373.60, al.; κατὰ στέγας E.Ion314; ὑπὸ χθονός Id.Fr.450: after Hom. with dat. (loc.) alone, Σαλαμῖνι IG12.1.2 (vi B. C.); οὐρανῷ Pi.N.10.58; ναοῖσι E.Ion314; ἐλθόνθ' ἁγνὸν ἐς Θήβης πέδον οἰ. Eub.10; παρὰ κρημνοῖσιν Pi.P.3.34; παρὰ ὄχθον E.IT1098 (lyr.); οἰ. μετά τινος, = συνοικεῖν τινι, S.OT414,990; κέρδη μὲν οἰκήσαντα.. having fixed my dwelling [there] with gain to my hosts, Id.OC92; τὸ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ = sweet it is for the mind to keep free from cares, Id.OT1390; ἐπὶ προστάτου οἰ. (v. προστάτης) Lys.31.9.
II of cities, to be situated, Hdt.2.166, X.HG 7.1.3, 7.5 5; but τὴν πόλιν σποράδην καὶ κατὰ κώμας οἰκοῦσαν formed of detached villages, Isoc.10.35, cf. 4.39 (so in Pass., X.An.1.4.1).
2 to be governed or be administered, τίς τῶν πόλεων διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν; Pl.R. 599d, cf. 462d, 472e, 473a, 543a, al.: freq. hardly distinguishable from the Pass. (supr. A. II); σωφρόνως γε οἰκοῦσα [πόλις] εὖ ἂν οἰκοῖτο a state administered by self-control would be well governed, Id.Chrm.162a; ἀρετῆς, ᾗ πόλεις τε καὶ οἶκοι εὖ οἰκοῦσι X.Mem.1.2.64; εἰς ὀλίγους, εἰς πλείους οἰκεῖν, to be governed in the interest of the few or the many, Th.2.37.

German (Pape)

[Seite 300] 1) sein Haus haben, wohnen, von einzelnen Menschen oder Familien, wie von ganzen Völkern, ihre Wohnsitze haben; ᾤκεον δ' ἐν Πλευρῶνι, Il. 14, 116; ᾤκει γὰρ ἐν ἄλσεϊ, Od. 9, 200. 400; παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει, Pind. P. 3, 34; οὐρανῷ, N. 10, 58 (wie οὔρεσιν οἰκήσω Callim. Dian. 20); ὑπὲρ ἁλός, 7, 65; χρυσόῤῥυτον ἀμφὶ νᾶμα, Aesch. Prom. 808; ἐν χρήμασι πατρῴοις, Eum. 728; Αἴγισθον ἔνθ' ᾤκηκεν ἱστορῶ, Soph. El. 1090; μετά τινος, von der Frau, O. R. 990; auch übertr., τὸ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ, 1390; ναοῖσιν οἰκεῖς τοῖσδέ γ' ἢ κατὰ στέγας, Eur. Ion 314; ἐν ταὐτῷ, Ar. Av. 967; in Prosa, οἴκεε ἐν Πίνδῳ, Her. 1, 56, der auch νόμος ἐν νήσῳ οἰκέει sagt, = das Gesetz herrscht daselbst, 2, 166; ὅσοι ὑπὸ βαρβάροις οἰκοῦσι, Plat. Conv. 182 b, öfter. – Auch πόλις εὖ οἰκεῖ u. ä., die Stadt befindet sich wohl, wird gut verwaltet, Plat. Legg. III, 702 a; ἕως ἂν ἡ πόλις σοι οἰκῇ σωφρόνως, Rep. VI, 423 a, denn bei πόλις ist immer an die πολῖται zu denken (vgl. auch 3); so auch Dem., τὰς ἀσφαλῶς οἰκεῖν οἰομένας πόλεις, Lept. 49. Vgl. Xen. Cyr. 8, 1, 2 Mem. 1, 2, 64; πόλεις περὶ τὴν ὑμετέραν οἰκοῦσι, Hell. 7, 1, 3. – 2) trans., oewohnen; ὑπωρείας ᾤκεον Ἴδης, Il. 20, 218; pass., οἰκέοιτο πόλις, 4, 18; auch von Menschen, angesiedelt werden, τριχθὰ δ' ᾤκηθεν καταφυλαδόν, 2, 668 (dah. ᾤκησεν εἰς Θήβας, Schol. Eur. Phoen. 1116, hinziehen; vgl. Luc. Asin. 1); πόλιν οἰκεῖ, Pind. N. 7, 9; Ἀλφεόν, Ol. 6, 34; ἕδος, I. 1, 31, öfter; ἐν Ἄργει δώματ' οἰκήσει πατρός, Aesch. Eum. 624; Suppl. 989; pass., ἀκτὴ οἰκουμένη, Soph. Phil. 2, γῆν οὔτ' εὔορμον, οὔτ' οἰκουμένην, 221; häufig bei Eur., χθόνα, ἑστίαν, δόμους u. ä., auch pass., εὖ οἰκουμένας πόλεις, Hipp. 486, auch ποῦ τοὺς Φρύγας λέγουσιν ᾠκῆσθαι, I. A. 662, wie οὗ φασι Κενταύρειον οἰκεῖσθαι γένος, I. A. 706, sich ansiedelten; so braucht Her. bes. das perf. οἴκημαι, ἐν τῇ ἠπείρῳ 1, 27, vgl. 5, 73. 8, 115, auch mit dem accus., wie das act., τὰς νήσους, bewohnen, 1, 127; komisch sagt Ar. Ran. 105 μὴ τὸν ἐμὸν οἴκει νοῦν· ἔχεις γὰρ οἰκίαν, nimm meinen Geist nicht ein; οἴκεε γῆν Her. 1, 56, τούτους τοὺς χώρους οἴκησαν 6, 33; ἔδοσαν Θυρέαν οἰκεῖν, Thuc. 2, 27; Plat. u. A.; – οἰκεῖσθαι auch allgemeiner, = gelegen sein, πόλις ἐπὶ τῇ θαλάττῃ οἰκουμένη, eigentl. die am Meere bewohnt wird, Xen. An. 1, 4, 1, vgl. Krüger zu 5, 4, 15; οἰκεῖται ἡ πόλις ἐπί τινος χεῤῥονήσου, Pol. 4, 56, 5; ἡ οἰκουμένη, überh. die bewohnte Erde, ist oft im engeren Sinne die von den Griechen bewohnte, im Gegensatz der Barbarenländer, und später unter den Römern der orbis Romanus. – 3) verwalten, einrichten; ἄμεινον τὰς πόλεις, Thuc. 3, 37, der auch vrbdt διὰ τὸ μὴ εἰς ὀλίγους, ἀλλ' εἰς πλείονας οἰκεῖν δημ οκρατία κέκληται, 2, 37 (v.l. ἥκειν), d. i. weil die Regierung nicht in den Händen Weniger, sondern des Volkes ist (vgl. unter li; καθ' ὅτι ἄριστα ἡ πόλις οἰκήσεται, 8, 67, für οἰκηθήσεται, wie Plat. Lach. 185 a; Aesch. 1, 22; Dem. 58, 62 u. A.; τὴν οἰκίαν εὖ οἰκεῖν, Plat. Men. 71 e; δι' ὧν πόλις ἄριστα οἰκεῖται, Legg. IV, 713 b, öfter; Xen. Cyr. 8, 1, 4 u. öfter, u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

οἰκῶ :
f. οἰκήσω, ao. ᾤκησα, pf. ᾤκηκα;
I. intr. 1 habiter, demeurer, résider;
2 fixer son séjour ; vivre;
II. tr. 1 habiter, occuper, acc. ; Pass. être habité : ἡ οἰκουμένη (γῆ) la terre habitée, càd la terre cultivée ou la terre habitée p. opp. au désert ; ou toute la terre, l'univers ; ou seul. la terre grecque;
2 bâtir ; Pass. être bâti, être établi;
3 administrer, gouverner;
Moy. οἰκέομαι, οἰκοῦμαι habiter.
Étymologie: οἶκος.

Russian (Dvoretsky)

οἰκέω: эп. тж. οἰκείω (impf. ᾤκουν - ион. οἴκεον, aor. ᾤκησα - эп. тж. οἴκησα; pass.: pf. ᾤκημαι - эп. οἴκημαι, aor. ᾠκήθην)
1 населять, обитать, жить (ὑπωρείας Ἴδης, ἐν Πλευρῶνι Hom.; τὸν χῶρον, ἐν Πίνδῳ Her.; δόμους, χθόνα Aesch.; οὐρανῷ, παρὰ κρημνοῖσι Pind.; ναοῖσι, παρὰ ὄχθον, κατὰ στέγας, ὑπὸ χθονός Eur.; перен. ἡ οἰκοῦσα ἔν τινι ἁμαρτία NT): γῆ οὐκ οἰκουμένη Soph. необитаемая земля; οἰ. ἔξω τῶν κακῶν Eur. жить без забот;
2 тж. med. селиться, заселять, колонизовать (τὰς πλείστας τῶν νήσων Thuc.): οἱ τὰς νήσους οἰκημένοι Ἴωνες Her. поселившиеся на этих островах ионийцы;
3 pass. быть расположенным, находиться (αἱ πόλεις νήσους οἰκέαται - ион. 3 л. pl. pf. pass. Her.);
4 управлять, руководить (πόλεις καὶ οἴκους Xen.; ὀρθῶς Plat.): εἰς πλείους οἰ. Thuc. править в интересах большинства - см. тж. οἰκουμένη.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκέω: Ἐπικ. οἰκείω Ἡσ. Θ. 330: παρατ. ᾤκεον Ἰλ., Ἀττ. ᾤκουν, Ἰων. οἴκεον Ἡρόδ. 1. 57: μέλλ. οἰκήσω: ἀόρ. ᾤκησα: πρκμ ᾤκηκα Σοφ. Ἠλ. 1101: - Παθ. καὶ Μέσ., μέλλ. οἰκήσομαι ἐν μέσῃ σημασίᾳ, Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 202· ἀλλ’ ἐν παθητ., ἴδε Α. Ι. 3: ἀόρ. ᾠκήθην Ἰλ., κτλ.· ᾠκησάμην Ἀριστείδ. 1. 103: πρκμ. ᾤκημαι ὡς μέσ. καὶ παθ., Ἰων. γ΄ πληθ. οἰκέαται, ἴδε Α. 1. 2, 3· πρβλ. διοικέω· (οἶκος). Α. μεταβατ., κατοικῶ, ἔχω ὡς κατοικίαν μου, μετ’ αἰτ., ὑπωρείας ᾤκεον πολυπίδακος Ἴδης Ἰλ. Υ. 218· (ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἀμετάβ., ἴδε κατωτ. Β)· ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. συχν. μεταβ., οἰκ. τοῦτον τὸν χῶρον Ἡρόδ. 1. 1, πρβλ. 175, κτλ.· οἰκ. δόμους, χθόνα, ἑστίαν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 961, κτλ.· μεταφορ. ἕτερον αἰῶνα καὶ μοῖραν οἰκήσομεν Εὐρ. Ι. Α. 1507. - Παθητ., κατοικοῦμαι, οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο, «ὄντως οἰκοῖτο» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 18, Ἡρόδ. 4. 110, Δημ. 1341. 20· ἐς γῆν ... οἰκουμένην Σοφ. Φιλ. 221· διὰ τῆς οἰκεομένης, διὰ μέσου τῆς κατῳκημένης χώρας, Ἡρόδ. 2. 32, πρβλ. 4. 110· τὰς ἄλλας πόλιας οἰκεομένας ... νομίζεσθαι ὁ αὐτ. 1. 170· - περὶ τοῦ: ἡ οἰκουμένη ἴδε ἐν τέλ. 2) ἐγκαθίσταμαι εἰς μέρος τι ὡς κάτοικος, τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν (ᾤκισαν αἱ ἄρισται ἐκδ.) Θουκ. 1. 8, πρβλ. 2. 27, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., ἔχω τοποθετηθῇ ἔν τινι τόπῳ, κατέχω, τοῖσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι Ἡρόδ. 1. 27· αἱ δύο [πόλεις] νήσους οἰκέαται ὁ αὐτ. 1. 142. 3) ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ οἰκίζομαι, τριχθὰ δὲ ᾤκηθεν καταφυλαδόν, «τριχῶς δὲ οἰκισθέντες, ταῖς πατρῴαις ἐχρήσαντο φυλαῖς» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 668· - ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸν παθητ. πρκμ. ᾤκημαι, Ἰων. οἴκημαι, ὡς ἐνεστ., οἱ ἐν τῇ ἠπείρῳ οἰκημένοι, δηλ. οἱ κατοικοῦντες ..., 1. 27· οἱ ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ οἰκ. 1. 28, πρβλ. 8. 115· - πρβλ. ὡσαύτως ἐπὶ πόλεων, κεῖμαι, εὑρίσκομαι, παρ’ ὃν [ποταμὸν] Νῖνος πόλις οἴκητο αὐτόθι 193· - μέλλ. οἰκήσεται, ἐπὶ παθητ. σημασίας, Θουκ. 8. 67, Δημ. 1341. 20, πρβλ. Αἰσχίν. 4. 9, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 1. ΙΙ. διευθύνω, κυβερνῶ, ἐπὶ οἴκου ἢ ἐπὶ πόλεως, ὡς τὸ διοικέω, Σοφ. Ο. Κ. 1535, Εὐρ. Ἠλ. 386, Πλάτ., κλ.· μετρίως, ὀρθῶς, ἄριστα οἰκ. Πλάτ. Νόμ. 936Β, Πολ. 371C, 520D, κτλ.· - μεταφορ., μὴ τὸν ἐμὸν οἴκει νοῦν, μὴ διεύθυνε …, Εὐρ. (Ἀποσπ. 145) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 105. - Παθητ., εὖ πόλεις οἰκουμένας Εὐρ. Ἱππ. 486, Πλάτ. Πολ.· πατρίδος τετευχὼς ἢ νόμοις ... μάλιστα οἰκεῖσθαι δοκεῖ Δημ. 503. 10, πρβλ. ΙΙ. 2. Β. ἀμετατ., κατοικῶ, διαμένω, ἐπὶ προσώπων ἢ οἰκογενειῶν, ἢ ἐπὶ ὁλοκλήρων φυλῶν, ἔχω τὴν κατοικίαν μου, Ὅμηρ., ὅστις ὡς ὁ Ἡρόδ. συνήθως συνάπτει τὸ ῥῆμα μετὰ τῆς προθέσεως ἐν, ᾤκεον δ’ ἐν Πλευρῶνι Ἰλ. Ξ. 116, πρβλ. Ὀδ. Ι. 200, 400· οὕτως, οἴκεε ἐν Πίνδῳ Ἡρόδ. 1. 56, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 12. 34, Ἀριστοφ. Ὄρν. 968, Ἀντιφῶντα 138. 24· κατὰ στέφας Εὐρ. Ἴων 314· ὑπὸ χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 454· μεθ’ Ὅμηρ. μόνον μετὰ δοτ., οἰκεῖν οὐρανῷ Πινδ. Ν. 10. 100· ναοῖσι Εὐρ. Ἴων 314· οἰκῶ εἰς τόπον, ὑπάγω καὶ κατοικῶ εἴς τινα τόπον, Εὔβουλ. ἐν «Ἀντιόπῃ» 2. 1, πρβλ. Valck. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1116 (1109)· ὡσαύτως, οἰκ. παρὰ κρημνοῖσι Πινδ. Π. 3. 61· παρὰ ὄχθον Εὐρ. Ι. Τ. 1098· οἰκεῖν μετά τινος: συνοικεῖν τίνι, Σοφ. Ο. Τ. 414, 990· κέρδη μὲν οἰκήσαντα τοῖς δεδεγμένοις, μὲ ὠφέλεια εἰς τοὺς δεξαμένους με προερχομένην ἐκ τῆς ἐνταῦθα κατοικήσεώς μου, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 92· τὸ τὴν φροντίδ’ ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ, εἶναι εὐχάριστον εἰς τὸν νοῦν νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1390· οἰκ. ἐπὶ προστάτου (ἴδε ἐν λέξ. προστάτης), Λυσ. 187, 30. ΙΙ. ἐπὶ πόλεων μὲ παθ. σημασ. ὡς τὸ ναίω, κατοικοῦμαι, κεῖμαι, Ἡρόδ. 2. 166, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 3., 5. 5· ἀλλά, τὴν πόλιν σποράδην καὶ κατὰ κώμας οἰκοῦσαν, ἀποτελουμένην ἐκ χωριστῶν κωμῶν, Ἰσοκρ. 214Ε, πρβλ. 48C· (οὕτως ἐν τῷ παθ., Ξεν. Ἀνάβ. 1.4, 1). 2) κυβερνῶμαι, τίς τῶν πόλεων διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν; Πλάτ. Πολ. 599D, πρβλ. 462D, 472Ε, 473Α, 543Α, κ. ἀλλ.· σωφρόνως γε οἰκοῦσα (πόλις) εὖ ἂν οἰκοῖτο, ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 162Α· συχνάκις δὲ μόλις διακρίνεται ἀπὸ τοῦ παθ. (ἀνωτ. Α. ΙΙ)· εἰς ὀλίγους, εἰς πλείους οἰκεῖν, κυβερνᾶσθαι κατὰ τὸ συμφέρον τῶν ὀλίγων ἢ τῶν πολλῶν, Θουκ. 2. 37.

English (Autenrieth)

(ϝοῖκος), ipf. ᾤκεον, ᾤκει, pass. pres. opt. οἰκέοιτο, aor. 3 pl., ᾤκηθεν: dwell, inhabit; aor. pass., ‘were settled,’ ‘came to dwell,’ Il. 2.668.

English (Slater)

οἰκέω (οἰκεῖ, -έοισι; οἰκέων, -έοντας; οἰκεῖν: impf. ᾤκει: aor. ᾤκησαν.) dwell (in) abs., c. acc., c. dat., c. prep. λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν (O. 6.34) ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος (P. 3.34) νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν (P. 9.8) πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι (P. 10.43) τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.64) χώρας Μυρμιδόνες ἵνα πρότεροι ᾤκησαν (N. 3.14) πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν (N. 7.9) οὐ μέμψεταί μ' ἀνήρ, Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων (N. 7.65) ἐπεὶ τοῦτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης (N. 10.58) [<οἰκεῖν> supp. Benedictus (N. 10.84) ] Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (I. 1.31) ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων (I. 4.19) σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν (Pae. 5.42) ἡροίαις δὲ πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις of Neoptolemos, buried in the Pythian sanctuary (N. 7.47)

English (Strong)

from οἶκος; to occupy a house, i.e. reside (figuratively, inhabit, remain, inhere); by implication, to cohabit: dwell. See also οἰκουμένη.

English (Thayer)

οἴκῳ; (οἶκος); from Homer down; the Sept. for יָשַׁב, a few times for שָׁכַן; Latin habito (transitive), to dwell in: τί (Herodotus and often in Attic), to dwell), μετά τίνος, with one (of the husband and wife), ἐν τίνι, to be fixed and operative in one's soul: of sin, Romans 8:(9),11; ἐνοικέω, κατοικέω, ἐνκατοικέω, παροικέω, περιοικέω, συνοικέω.)

Greek Monotonic

οἰκέω: Επικ. οἰκείω· παρατ. ᾤκεον, Αττ. ᾤκουν, Ιων. οἴκεον· μέλ. οἰκήσω, αόρ. αʹ ᾤκησα, παρακ. ᾤκηκα — Παθ. και Μέσ., μέλ. οἰκήσομαι, αόρ. αʹ ᾠκήθην, παρακ. ᾤκημαι, Ιων. γʹ πληθ. οἰκέαται (οἶκος
Α. Μτβ.:
I. 1. ενοικώ, κατοικώ, έχω ως κατοικία μου, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., κατοικούμαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· πρβλ. οἰκουμένη.
2. Παθ., εγκαθίσταμαι σ' ένα μέρος ως κάτοικος, λέγεται για εκείνους στους οποίους έχουν αποδοθεί καινούριοι τόποι κατοικίας, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ ἐν τῇ ἠπείρῳ οἰκημένοι, αυτοί που έχουν εγκατασταθεί, δηλ. αυτοί που διαμένουν στις ηπειρωτικές περιοχές, σε Ηρόδ.· λέγεται για πόλεις, βρίσκομαι, κείμαι, στον ίδ.
II. διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ, όπως το διοικέω, σε Σοφ. κ.λπ. Β. Αμτβ.:
I. κατοικώ, ζω, διαμένω, είμαι εγκατεστημένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ, είναι ευχάριστο να ζει κανείς απαλλαγμένος από έγνοιες, σε Σοφ.
II. 1. λέγεται για πόλεις, με Παθ. σημασία, κατοικούμαι, βρίσκομαι, κείμαι, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. κυβερνιέμαι ή διοικούμαι με τέτοιον τρόπο, σωφρόνως γε οἰκοῦσα (πόλις) εὖ ἂν οἰκοῖτο, μια πόλη που έχει ως συνήθεια τον αυτοέλεγχο μπορεί να κυβερνηθεί σωστά, σε Πλάτ.

Middle Liddell

οἶκος
A. trans. to inhabit, occupy, Il., Hdt., Attic:—Pass. to be inhabited, Il., Hdt., etc.; cf. οἰκουμένη.
2. Pass. to be settled, of those to whom new abodes are assigned, Il.; οἱ ἐν τῆι ἠπείρωι οἰκημένοι those who have been settled, i. e. those who dwell on the mainland, Hdt.; of cities, to be situate, to lie, Hdt.
II. to manage, direct, govern, like διοικέω, Soph., etc.
B. intr. to dwell, live, be settled, Hom., etc.; ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ sweet is it to live free from cares, Soph.
II. of cities, in a pass. sense, to be settled, be situated, Hdt., Xen.
2. to conduct oneself or be conducted so and so, σωφρόνως γε οἰκοῦσα πόλις εὖ ἂν οἰκοῖτο a state with habits of self-control would be well governed, Plat.

Chinese

原文音譯:o„kšw 哀咳哦
詞類次數:動詞(9)
原文字根:家
字義溯源:居住,住在,住,居;源自(οἶκος)*=住處)。參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(9);羅(5);林前(3);提前(1)
譯字彙編
1) 住(8) 羅7:17; 羅7:18; 羅7:20; 羅8:9; 羅8:11; 林前3:16; 林前7:12; 林前7:13;
2) 住在(1) 提前6:16

Lexicon Thucydideum

habitare, incolere, to dwell, to inhabit, 1.2.5, 1.7.1, 1.13.5, 1.56.2, 1.98.2, 2.16.1, 2.17.1, 2.17.12.17.3. 2.27.2, 2.27.22.29.3, 2.36.1, 2.61.4, 2.64.3, [nonnulli codd. several manuscripts ῲκίσαμεν]. 2.68.7, [iidem the same ᾤκισαν] 2.96.2, 2.96.4, 2.99.3. 2.99.32.101.2, 2.102.5. 3.72.3, 3.88.2, 3.94.4, 3.104.5. 3.116.1, 4.57.1, 4.57.4, 4.103.5, 4.109.4, 4.109.44.120.1. 5.1.1, 5.4.3, 5.16.3, 5.18.6, 5.34.1, 5.42.1, 5.42.16.2.1, 6.2.2, 6.2.3. 6.4.1. 6.5.1. 6.6.1. 6.6.16.4.2. 6.4.2 [vulgo commonly οἰκίσαι]. 6.6.1, 6.17.3, 6.37.2. 6.77.1. 6.82.3. 7.57.2. 7.58.1. 7.58.2, 7.58.4, 8.14.3. 8.46.3, 8.69.3,
PASS. 1.2.1, 1.5.1, 1.74.3, 2.15.1, 2.29.3, 3.116.2, 4.109.4, 5.112.2, 7.78.4,
b) vivere, degere, to live, to pass one's life, 1.8.3, 1.124.3, 2.63.3, 2.71.2,
similiter Ib. similarly there 4 et and 3.39.2. 3.48.1,
item likewise 3.75.1. 6.18.7, 6.92.5,
c) administrare, regere, to have charge of, to govern, 1.17.1, 2.37.1, 3.37.3,
PASS. 8.67.1, [praeterea vulgo moreover in the common texts 1.8.1. 1.12.3. 5.116.4, ubi nunc where now ᾤκισαν, et and 8.108.4, ubi nunc where now κατοικ.]