παιδοῡς, -οῡσσα και -οῡσα, -οῦν και παιδόεις, -όεσσα, -όεν (ΑΜ)1. αυτός που έχει άφθονα παιδιά2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοῡσαη έγκυος γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -όεις / -οῦς].