προτιμωρώ

Revision as of 22:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-έω, Α
1. βοηθώ κάποιον εκ τών προτέρων («μὴ ὀργισθῆναι ὅτι ἡμῖν οὐ προυτιμωρήσατε», Θουκ.)
2. μέσ. προτιμωροῦμαι, -έομαι
εκδικούμαι κάποιον εκ τών προτέρων, τιμωρώ («ἐβούλοντο πρότερον, εἰ δύναιντο, προτιμωρήσασθαι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τιμωρῶ «βοηθώ, εκδικούμαι»].