-έω, Α
1. βοηθώ κάποιον εκ τών προτέρων («μὴ ὀργισθῆναι ὅτι ἡμῖν οὐ προυτιμωρήσατε», Θουκ.)
2. μέσ. προτιμωροῦμαι, -έομαι
εκδικούμαι κάποιον εκ τών προτέρων, τιμωρώ («ἐβούλοντο πρότερον, εἰ δύναιντο, προτιμωρήσασθαι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τιμωρῶ «βοηθώ, εκδικούμαι»].