παραδεκτός

Revision as of 22:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")

English (LSJ)

όν, A accepted: acceptable, Jul.Ep.88.

Greek (Liddell-Scott)

παραδεκτός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ γινόμενος ἢ δυνάμενος νὰ γίνῃ δεκτός, Ἰουλιαν. Ἐπιστ. 62, Κύριλλ.

Greek Monolingual

και παραδεχτός, -ή, -ό / παραδεκτός, -ή, -όν, ΝΑΜ παραδέχομαι
αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε δεκτός («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῖν», Ιουλ.).