δεκτός
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
δεκτή, δεκτόν, verb. adj. of δέχομαι
A to be received or to be accepted, acceptable, accepted, welcome, appreciated, admissible, admitted, understood, LXX Is.61.2, al., Ev.Luc.4.24; δεκτόν [ἐστι] it is an accepted principle, c. inf., Erot.Praef.
2 to be grasped, χείρ Iamb.Protr.21. ιθ.
II to be taken, to be understood, Phld.Rh.2.269 S.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 bien aceptado, agradable ὁλοκαύτωμα ... κυρίῳ δεκτόν LXX Le.17.4, καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου en el tiempo de complacencia te escuché LXX Is.49.8, ἐπιθυμία ... δικαίου δεκτή el deseo del justo encuentra buena acogida LXX Pr.10.24, ἐνιαυτὸν κυρίου δεκτόν año de gracia del Señor, Eu.Luc.4.19
•de pers. δ. παρ' αὐτῷ (κυρίῳ) LXX Pr.12.22, οὐδεὶς προφήτης δ. ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ Eu.Luc.4.24
•δεκτόν (ἐστί) c. inf. es un principio aceptado que ... Erot.praef.7.18
•que es cogido χείρ Iambl.Protr.21.
2 jur. que puede ser admitido a trámite, admisible δεκτὴν παραγράψασθαι (τὴν δίκην) IG 9(2).522.27 (Larisa III/II a.C.) en SEG 13.391.
3 subst. τὸ δεκτόν = supuesto o principio aceptado Phld.Rh.2.269bis.
German (Pape)
[Seite 543] annehmlich, angenehm, N.T.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
accepté, admis ; agréable;
NT: acceptable ; propice, favorable.
Étymologie: δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκτός -ή -όν [δέχομαι] welkom, aangenaam, welgevallig; met dat. aan iem.
Russian (Dvoretsky)
δεκτός:
1 приятный (τινι NT);
2 благоприятный (καιρός NT).
English (Strong)
from δέχομαι; approved; (figuratively) propitious: accepted (acceptable).
English (Thayer)
δεκτή, δεκτόν (δέχομαι), accepted, acceptable: τίνι, καιρός δεκτός, רָצון עֵת), and ἐνιαυτός δεκτός, רָצון שְׁנַת), denote that most blessed time when salvation and the free favors of God profusely abound. (Jamblichus, protr. symb. § 20, p. 350.)
Greek Monolingual
και δεχτός, -ή, -ό (AM δεκτός, -ή, -όν) δέχομαι
ο αποδεκτός, ο παραδεκτός (α. «η πρόταση έγινε δεκτή» β. «οὐδεὶς προφήτης δεκτὸς ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. εκείνος τον οποίο δέχεται σε ακρόαση αξιωματούχος ή προϊστάμενος στην ιεραρχία
2. φρ. α) δεκτή
ένδειξη σε συναλλαγματικές η οποία τοποθετείται πάνω από την υπογραφή του αποδέκτη
β) δεκτό (ν)
μονολεκτική έκφραση συμφωνίας και αποδοχής
μσν.
1. ευάρεστος («ἔργα δεκτὰ τῷ Θεῷ»)
2. επιδεκτικός («μνηστεία οὔπω δεκτὴ γάμου» — μνηστεία που δεν επιτρέπεται ακόμη να φθάσει σε γάμο)
αρχ.
1. ο κατανοητός
2. το θηλ. ως ουσ. η δεκτή
η χλαίνη.
Greek Monotonic
δεκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του δέχομαι, ευπρόσδεκτος, αποδεκτός, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
δεκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέχομαι, ὃν πρέπει τις νὰ δεχθῇ ἢ λάβῃ, εὐπρόσδεκτος, Λατ. acceptus, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 19, 24, κτλ.
Chinese
原文音譯:dektÒj 得克拖士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:(可)領受(的) 相當於: (רָצָא / רָצָה) (רָצֹון)
字義溯源:認可的,合意的,可嘉許的,收納的,悅納的;源自(δέχομαι)*=領受)。比較: (εὐπρόσδεκτος)=悅納的。保羅引用( 賽61:2)的話說:在悅納(1184)數量太多,不能盡錄;
2) 悅納的(1) 林後6:2;
3) 所悅納(1) 徒10:35;
4) 被悅納的(1) 路4:24;
5) 悅納人的(1) 路4:19
Mantoulidis Etymological
Παράγωγο τοῦ δέχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
acceptable
Armenian: ընդունելի; Azerbaijani: məqbul, qəbul edilə bilən, münasib; Belarusian: прымальны; Bulgarian: приемлив, допустим; Catalan: acceptable; Chinese Mandarin: 可接受的; Cornish: kemeradow; Czech: přijatelný; Dutch: aanvaardbaar, acceptabel; Esperanto: akceptebla, akceptinda; Estonian: vastuvõetav; Finnish: hyväksyttävä; French: acceptable, admissible; Galician: aceptable; German: annehmbar, akzeptabel; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌽𐌴𐌼𐍃; Greek: παραδεκτός, δεκτός, αποδεκτός; Ancient Greek: παραδεκτός, ἀποδεκτός, ἀπόδεκτος; Hungarian: elfogadható; Icelandic: ásættanlegur; Interlingua: acceptabile; Italian: accettabile; Latin: acceptus; Malayalam: സ്വീകാര്യമായ; Norwegian: antakelig; Polish: akceptowalny, dopuszczalny; Portuguese: aceitável; Romanian: acceptabil; Russian: приемлемый; Spanish: aceptable, asumible; Swedish: acceptabel, godtagbar, tacknämlig; Tagalog: katanggap-tanggap; Telugu: అంగీకార యోగ్యమైన; Turkish: kabul edilebilir, uygun, makbul; Ukrainian: прийнятний; Welsh: cymeradwy, derbyniol
welcome
Armenian: ցանկալի, հաճելի, սպասված; Asturian: bienveníu; Basque: ongi etorri; Bengali: এস্তেকবাল; Bulgarian: желан, добре дошъл; Catalan: benvingut; Corsican: benvenutu,benvenuta; Czech: vítaný; Danish: velkommen, kærkommen; Dutch: welkom, welkome, graag gezien; Esperanto: bonvena; Finnish: tervetullut; French: bienvenu; Galician: benvido, benvindo; German: willkommen; Greek: ευπρόσδεκτος; Ancient Greek: ἀποδεκτός, ἀσπάσιος, ἀσπαστός, δεκτός, δόκιμος, ἐρατεινός, εὐάρεστος, κλητός, φίλος; Hebrew: ברוך הבא; Hungarian: szívesen látott, kellemes; Icelandic: velkominn; Indonesian: selamat datang; Interlingua: benvenite; Italian: benvenuto; Japanese: 歓迎すべき; Korean: 환영; Kwak'wala: ǥilakas'la; Latin: volens, acceptus, amicus; Macedonian: добредојден; Maltese: merħba; Norman: byinvenûn, beinv'nu; Norwegian Bokmål: kjærkommen, velkommen; Nynorsk: kjærkommen, kjærkomen, velkomen, velkommen; Occitan: benvengut; Polish: mile widziany; Portuguese: bem-vindo; Romanian: binevenit; Russian: желанный; Scots: walcum; Serbo-Croatian: željan, željna, željni, željno, poželjan, poželjna, poželjni, poželjno; Slovene: dobrodošel, dobrodošla; Sorbian Lower Sorbian: witany; Spanish: bienvenido, agradable; Swedish: välkommen; Tagalog: mabuhay; Thai: ยินดีต้อนรับ; Tigrinya: እንቋዕ ብደሐን መጻእካ, እንቋዕ ብደሐን መጻእኪ, እንቋዕ ብደሓን መጻእኩም, እንቋዕ ብደሓን መጻእክን; Turkish: hoş geldiniz, hoş geldin sg; Vietnamese: được hoan nghênh; Volapük: vekömik, benokömö; Welsh: i'w groesawu, i 'w chroesawu, i 'w croesawu; West Frisian: wolkom