ανθρωπαίος

Revision as of 12:45, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Greek Monolingual

ἀνθρωπαῖος, ο (Μ)
αυτός που κατοίκησε μέσα στον άνθρωπο (θεολογικός όρος που χρησιμοποιούν ο Κύριλλος και ο Ι. Δαμασκηνός για να αντικρούσουν τις απόψεις του Νεστόριου).