λιτανευτικός

Revision as of 14:51, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")

English (LSJ)

ή, όν, A of or for praying, Sch.A.Supp. 809.

Greek (Liddell-Scott)

λῐτᾰνευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιτανείαν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809.

Greek Monolingual

λιτανευτικός, -ή, -όν (Α) λιτανεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία.