λιτανευτικός

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐτᾰνευτικός Medium diacritics: λιτανευτικός Low diacritics: λιτανευτικός Capitals: ΛΙΤΑΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: litaneutikós Transliteration B: litaneutikos Transliteration C: litaneftikos Beta Code: litaneutiko/s

English (LSJ)

λιτανευτική, λιτανευτικόν, of or for praying, Sch.A.Supp. 809.

Greek (Liddell-Scott)

λῐτᾰνευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιτανείαν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809.

Greek Monolingual

λιτανευτικός, -ή, -όν (Α) λιτανεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία.

German (Pape)

zum Bitten, Flehen geschickt, geneigt, Schol. Aesch. Suppl. 816.