ἐρυγή

Revision as of 09:41, 6 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, A belching, Sch.Ar.Pax528,Aret.SD1.5, Gal.1.629. II bellowing, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1035] ἡ, das Rülpsen, Aufstoßen, Speien, Hippocr.; Schol. Ar. Pax 428 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῠγή: ἡ, ἐρευγμός, Λατ. eructatio, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 529, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. ΙΙ. «φωνή, βοή τις» Ἡσύχ. («ἐρυγεῖν˙ φωνεῖν, φωνῆσαι» Schmidt).

Greek Monolingual

η (AM ἐρυγή) ερεύγομαι (I)
1. βλ. ερευγμός
2. φωνή, βρυχηθμός.