τίτης: ὁ, «τίται· εὔποροι, ἢ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων» Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
τῐ́της, ου, ὁ, Doric for τίτης = τιμωρός, avenger, Aesch.