ὀπτίλος

Revision as of 09:14, 7 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Dor. for ὀφθαλμός, Metop. ap. Stob.3.1.115, Plu.Lyc. 11 ; ὀπτίλλος in IG42(1).121.40 (Epid., iv B. C.), al., Hdn.Gr.1.159, 2.560 (whence the spelling with one λ should prob. be corrected).

German (Pape)

[Seite 364] ὁ, nach Plut. Lycurg. 11 lakonisch für ὀφθαλμός, das Auge; ὀπτίλων ἀρετὰ ὀξυδορκία, Metopus bei Stob. Floril. 1, 64. Vgl. die Erklärer zu Greg. Cor. p. 580.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτίλος: [ῐ], ὁ, Δωρ. ἀντὶ ὀφθαλμός, Φιντ. παρὰ Στοβ. τόμ. 3, σ. 83, ἔκδ. Gaisf., Πλουτ. Λυκοῦργ. 11· ὀπτίλλος παρ’ Ἀρκαδ. 54. 15. ― Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 18 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ) :
œil.
Étymologie: mot laconien ; cf. ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

ὀπτίλος δωρ. τ. και, δ. γρφ. ὀπτίλλος, ὁ (Α)
ο οφθαλμός, το μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όπωπα].

Greek Monotonic

ὀπτίλος: [ῐ], ὁ, Δωρ. αντί ὀφθαλμός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀπτίλος: (ῐ) ὁ лак. глаз, око Plut.

Frisk Etymological English

See also: s. ὀφθαλμός

Middle Liddell

ὀπτῐ́λος, ὁ, [doric for ὀφθαλμός, Plut.]