ὀπτίλος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, Dor. for ὀφθαλμός (eye), Metop. ap. Stob.3.1.115, Plu.Lyc. 11; ὀπτίλλος in IG42(1).121.40 (Epid., iv B. C.), al., Hdn.Gr.1.159, 2.560 (whence the spelling with one λ should prob. be corrected).
German (Pape)
[Seite 364] ὁ, nach Plut. Lycurg. 11 lakonisch für ὀφθαλμός, das Auge; ὀπτίλων ἀρετὰ ὀξυδορκία, Metopus bei Stob. Floril. 1, 64. Vgl. die Erklärer zu Greg. Cor. p. 580.
French (Bailly abrégé)
ω (ὁ) :
œil.
Étymologie: mot laconien ; cf. ὀφθαλμός.
Russian (Dvoretsky)
ὀπτίλος: (ῐ) ὁ лак. глаз, око Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτίλος: [ῐ], ὁ, Δωρ. ἀντὶ ὀφθαλμός, Φιντ. παρὰ Στοβ. τόμ. 3, σ. 83, ἔκδ. Gaisf., Πλουτ. Λυκοῦργ. 11· ὀπτίλλος παρ’ Ἀρκαδ. 54. 15. ― Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 18 κἑξ.
Greek Monolingual
ὀπτίλος δωρ. τ. και, δ. γρφ. ὀπτίλλος, ὁ (Α)
ο οφθαλμός, το μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όπωπα].
Greek Monotonic
ὀπτίλος: [ῐ], ὁ, Δωρ. αντί ὀφθαλμός, σε Πλούτ.
Frisk Etymological English
See also: s. ὀφθαλμός
Middle Liddell
ὀπτῐ́λος, ὁ, [doric for ὀφθαλμός, Plut.]