Παφλαγών

Revision as of 11:30, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

όνος, ὁ, Paphlagonian, Il.2.851, al.(pl.) ; of Cleon (with play on παφλάζω), Ar.Eq.2,6, Nu.581, al. :—Adj. Παφλαγονικός, ή, όν, X.An.5.4.13 : ἡ Παφλαγονική
A Paphlagonia, ib.6.1.15.

Greek (Liddell-Scott)

Παφλᾰγών: -όνος, ὁ, ὁ ἐκ Παφλαγονίας, Ἰλ. ἀείποτε ἐν τῷ πληθ.· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 2, 6, Νεφ. 581, κτλ., ὁ Κλέων παρίσταται ὡς Παφλαγών, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ῥήμ. παφλάζω (ἴδε τὴν. λ.)· ― ἐπίθ. Παφλαγονικός, ή, όν, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13· ἡ -κή, ἡ χώρα, αὐτόθι 5. 15. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 345.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
Paphlagonien.
Étymologie:.

English (Autenrieth)

pl. Παφλαγόνες: Paphlagonian, inhabitant of the district south of the Euxine, and bounded by the rivers Halys and Parthenius, and by Phrygia, Il. 2.851, Il. 5.577, Il. 13.656, 661.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Α
βλ. Παφλαγόνας.

Greek Monotonic

Παφλᾰγών: -όνος, ὁ, αυτός που προέρχεται από την Παφλαγονία, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. Παφλαγονικός, , -όν, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

Παφλᾰγών: όνος ὁ (эп. dat. pl. Παφλαγόνεσσιν) пафлагонец Hom., Xen., Arph.

Middle Liddell

Παφλᾰγών, όνος, ὁ,
a Paphlagonian, Il.:—adj. Παφλαγονικός, ή, όν, Xen.