μεταγίγνομαι

Revision as of 11:53, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

later Μεταγειτν-γίνομαι [ῑ], A take place later, BGU1038.22 (ii A. D.); to be transferred, carried away, LXX 2 Ma.2.1.

German (Pape)

[Seite 145] (s. γίγνομαι), nachher werden, entstehen, – dazwischen geschehen, – anders werden, geschehen.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγίγνομαι: παρὰ μεταγεν. -γίνομαι [ῑ]· - γίνομαι μετὰ ταῦτα, ἴδε ἐν λ. μεταπαυσωλή. 2) μεταφέρομαι, ἀπάγομαι μακράν, Ἑβδ. (Β΄ Μακαβ. 2. 1).

Greek Monolingual

μεταγίγνομαι (ΑM)
βλ. μεταγίνομαι.