προσεχόντως

Revision as of 12:10, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

Adv. of A προσέχω 1.4, attentively, carefully, Hp.Dent.12, Men.Mon.191, Crito ap.Gal.13.884.

German (Pape)

[Seite 763] adv. part. praes. von προσέχω, mit Aufmerksamkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ προσέχω Ι. 4, μετὰ προσοχῆς, ἐπιμελῶς, Ἱππ. 267. 33, Μενάνδρ. Μονόστ. 191.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προσεκτικά, με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσέχων, μτχ. ενεστ. του προσέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεχόντως [προσέχω] adv. zorgvuldig.

Russian (Dvoretsky)

προσεχόντως: настороженно, осмотрительно (ζῆν Men.).