προσεχόντως

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεχόντως Medium diacritics: προσεχόντως Low diacritics: προσεχόντως Capitals: ΠΡΟΣΕΧΟΝΤΩΣ
Transliteration A: prosechóntōs Transliteration B: prosechontōs Transliteration C: prosechontos Beta Code: prosexo/ntws

English (LSJ)

Adv. of προσέχω 1.4, attentively, carefully, Hp.Dent.12, Men.Mon.191, Crito ap.Gal.13.884.

German (Pape)

[Seite 763] adv. part. praes. von προσέχω, mit Aufmerksamkeit, Sp.

Russian (Dvoretsky)

προσεχόντως: настороженно, осмотрительно (ζῆν Men.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ προσέχω Ι. 4, μετὰ προσοχῆς, ἐπιμελῶς, Ἱππ. 267. 33, Μενάνδρ. Μονόστ. 191.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προσεκτικά, με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσέχων, μτχ. ενεστ. του προσέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεχόντως [προσέχω] adv. zorgvuldig.