σπέργδην

Revision as of 12:15, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

Adv., (< σπέρχω) hastily, Hsch.

German (Pape)

[Seite 919] mit Eile, heftig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπέργδην: Ἐπίρρ. (σπέρχω) μετὰ σπουδῆς, βιαστικά, «ἐρρωμένως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βιαστικά, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρχομαι «βιάζομαι, κινούμαι οργισμένος» + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην)].