σπέρχω
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
Il.13.334, etc. (Act. only in pres. and impf.):—Med., fut. σπέρξομαι, aor. ἐσπερξάμην, Hsch.:—Pass., Il.19.317, etc.: aor. part.
A σπερχθείς Pi.N.1.40, Hdt.1.32:—poet. Verb (used also in Ion. Prose, cf. περισπέρχω; Att. only in compounds ἐπι-, κατα-σπέρχω), set in rapid motion, only late, c. inf., τρέχειν Luc. Trag.236: more freq. in Pass., to haste, be in haste, c. inf., ὁπότε σπερχοίατ' Ἀχαιοὶ.. φέρειν Ἄρηα Il. 19.317, cf. A.R.4.211; ὁπότε σ. ἐρετμοῖς Od.13.22; σ. μετά, ποτί τι, A.R.1.1255, Orph.L.706; of the sea, rage, Hymn.Is.151: in Hom. mostly part. pres. Pass. σπερχόμενος in haste, hurriedly, σ. δ' ὁ γεραιὸς ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου Il.24.322, cf. 23.870, Od.9.101, al.; [νηῦς] ἐπέκελσεν σπερχομένη 13.115, cf. E.Alc.257 (lyr.).
2 metaph., to be hasty of temper, σπερχομένοιο γέροντος Il.24.248, cf. Hdt.3.72; σπερχθείς Id.1.32; σπερχθεῖσα θυμῷ in haste and heat, Pi.N.1.40; μὴ σπέρχου be not hasty, E.Med.1133; σ. μέγα δή τι καὶ οὐ φατόν Call.Del.60; σπέρχεσθαί τινι to be angry with one, Hdt.5.33, Call.Del. 158.
II intr., = Pass., ὅθ' ὑπὸ λιγέων ἀνέμων σπέρχωσιν ἄελλαι are driven rapidly, Il.13.334, cf. h.Hom.33.7; ὁπότε σπέρχοιεν ἄελλαι (v.l. σπερχοίατ') Od.3.283; ἵππος σπέρχων Opp.C.1.342; εἰρεσίῃ σ. Id.H.5.295. (Cf. Skt. sprhayati 'desire'.)
German (Pape)
[Seite 920] in schnelle Bewegung setzen, antreiben, forttreiben, drängen; ὅτε σπέρχωσιν ἄελλαι, wenn Stürme treiben, Il. 13, 334, vgl. Od. 3, 283; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 342. – Pass. sich schnell bewegen, laufen, eilen, σπερχόμενος ἐπεβήσετο δίφρου, Il. 21, 322, und sonst oft im partic., eilig, hastig; ὁπότε σπερχοίατ' Ἀχαιοὶ Τρωσὶν ἐφ' ἱπποδάμοισι φέρειν Ἄρηα, 19, 317; ἐρετμοῖς, mit den Rudern eilen, eilig rudern, Od. 13, 22; σπερχθεῖσα θυμῷ, Pind. N. 1, 40, aufgeregt; μὴ σπέρχου, Eur. Med. 1133; σπερχθείς, Her. 1, 32; σπέρχεσθαί τινι, gegen Einen heftig, aufgebracht werden, ihm zürnen, 5, 33; Callim. Del. 60 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et f. Act;
Pass. ao. ἐσπέρχθην;
I. tr. pousser rapidement ; Pass.
1 se hâter : ἐρετμοῖς OD avec les rames, càd faire force de rames ; s'élancer, se précipiter ; avec un inf. : se précipiter pour faire qch ; part. prés. • σπερχόμενος, η, ον pressé, rapide, impétueux;
2 fig. s'emporter, s'irriter : τινι contre qqn;
II. intr. s'élancer, se précipiter en parl. de la tempête.
Étymologie: R. Σπερχ, se porter vivement vers ; cf. σπερχνός, etc. ; cf. R. skr. Sparh, > sprihajâmi « je tends vers ».
Russian (Dvoretsky)
σπέρχω:
1 напирать, побуждать, торопить, pass. устремляться, спешить: σ. ἐρετμοῖς Hom. налегать на весла; ὁπότε σπερχοίατ᾽ Ἀχαιοί Τρωσὶν φέρειν Ἄρηα Hom. как только ахейцы устремляются в бой на троянцев;
2 возбуждать, раздражать, pass. раздражаться (τινι Her.): σπερχθεὶς εἶπε Her. он с раздражением сказал; μὴ σπέρχου Eur. не раздражайся;
3 свирепствовать, бушевать (ὡς δ᾽ ὅτε σπέρχωσιν ἄελλαι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
σπέρχω: Ὅμηρ., παρ’ Ἀττικ. ἐπι-, κατα-σπέρχω· παρ’ Ἡροδ., περισπερχέω· - τὸ ἐνεργ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.- Παθ., Ὅμ.· ἀόρ. μετοχ. σπερχθεὶς Ἡρόδ. 1. 32, Πινδ. Ν. 1. 60. (Ἐκ τῆς √ΣΠΕΡΧ παράγονται ὡσαύτως τὰ σπερχνός, σπέργδην, ἀσπερχής, Σπερχειός· πρβλ. Σανσκρ. sparh, sprih-ayâmi (appetere)· Ζενδ. ←par-ez (niti)). Ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις), θέτω εἰς ταχεῖαν κίνησιν· -ἀλλ’ ἡ σημασία αὕτη τοῦ ἐνεργ. συμπεραίνεται μόνον ἐκ τοῦ παθ., ὅπερ = κινοῦμαι μεθ’ ὁρμῆς ἢ μετὰ σπουδῆς, σπεύδω, «βιάζομαι», μετ’ ἀπαρεμφ., ὁπότε σπερχοίατ’ Ἀχαιοί.. φέρειν Ἄρηα Ἰλ. Τ. 317, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 211· ὁπότε σπ. ἐρετμοῖς Ὀδ. Ν. 22· σπ. μετά, ποτί τι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1255, Ὀρφ. Λιθ. 700· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, κυμαίνομαι λυσσωδῶς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 61· - ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. κατὰ τὸ πλεῖστον ποιεῖται χρῆσιν τῆς μετοχ. τοῦ παθ. ἐνεστ. σπερχόμενος ἀντὶ ἐπιρρ., ἐν σπουδῇ, μετὰ σπουδῆς, σπ. δ’ ὁ γέρων ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου Ἰλ. Ω. 322, πρβλ. Ψ. 870, Ὀδ. Ι. 101, κτλ.· νηῦς ἐπέκελσεν σπερχομένη Ν. 115· οὕτω καὶ Εὐρ. ἐν Ἀλκ. 255. 2) μεταφορ., εἶμαι «βιαστικὸς» καὶ ὠργισμένος (ἀλλ’ αἱ ἔννοιαι ταχείας κινήσεως καὶ ταχείας ἐξάψεως ἢ ὀργῆς συχνάκις συνδέονται), σπερχομένοιο γέροντος Ἰλ. Ω. 248, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 72· οὕτω, σπερχθεὶς ὁ αὐτ. Α. 32· σπερχθεῖσα θυμῷ, σπεύδουσα καὶ ὀργισμένη, Πινδ. Ν. 1. 60· μὴ σπέρχου, «μὴ βιάζεσαι», Εὐρ. Μήδ. 1133· σπ. μέγα τι καὶ οὐ φατὸν Καλλ. εἰς Δῆλ. 60· σπέρχεσθαί τινι, εἶμαι ὠργισμένος πρός τινα, Ἡρόδ. 5. 33, Καλλ. εἰς Δῆλ. 158. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., ὅθ’ ὑπὸ λιγέων ἀνέμων σπέρχωσιν ἄελλαι, ὁρμητικῶς φέρονται, Ἰλ. Ν. 334, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. 33. 7· ὁπότε σπέρχοιεν ἄελλαι (διάφορ. γραφ. σπερχοίατ’) Ὀδ. Γ. 283· ἵππος σπέρχων Ὀππ. Κυν. Ι. 342· εἰρεσίῃ σπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἁλ. 5. 295, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
mid. opt. 3 pl. σπερχοίατ(ο): speed, drive fast, intrans. and mid. (freq. the part.), ἄελλαι, ἐρετμοῖς, ναῦς, Ν 33, Od. 13.22, 115.
English (Slater)
σπέρχω pass., be stung, irritated ἀλλὰ θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ (N. 1.40)
Greek Monolingual
Α
1. θέτω σε ταχεία κίνηση, κάνω κάποιον ή κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἢπειγεν, ἠνάγκαζεν, ἔσπερχε τρέχειν», Λουκιαν.)
2. (μέσ. και παθ.) σπέρχομαι
α) κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι («ὁπότε σπερχοίατ' Ἀχαιοί... φέρειν Ἄρηα», Ομ. Ιλ.)
β) σπεύδω από οργή, κινούμαι οργισμένος («οἱ δ' ἴσαν ἔξω σπερχομένοιο γέροντος», Ομ. Ιλ.)
γ) (για τη θάλασσα) συνταράσσομαι από το κύμα, κυματίζω φουρτουνιασμένα
3. φρ. «σπέρχομαί τινι» — είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας spergh ή πιθ. sper-gh-, με επίθημα -gh, «κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι» και συνδέεται με αρχ. ινδ. spŗhayati «παραφέρομαι, επιθυμώ έντονα» (από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας), αβεστ. a-spәrәzatā «προσπαθούσε». Η περαιτέρω σύνδεση, όμως, του ρ. απέρχομαι με τ. όπως άρχ. άνω γερμ. sprengen «πηδώ» (πρβλ. γερμ. springen, αγγλ. spring) δεν θεωρείται πιθανή. Από το ρ. σπέρχω / σπέρχομαι, τέλος, προέρχεται το όν. Σπερχειός.
Greek Monotonic
σπέρχω: Ενεργ. μόνο σε ενεστ. και παρατ. — Παθ., μτχ. αορ. αʹ σπερχθείς·
I. 1. θέτω σε γρήγορη κίνηση — Παθ., βιάζομαι να κάνω κάτι, επισπεύδω, επιταχύνω, με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ.· σπέρχω ἐρετμοῖς, είμαι βιαστικός με τα κουπιά, κωπηλατώ με βιασύνη, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. σπερχόμενος ως επίρρ., με ταχύτητα, με σπουδή, βιαστικά, σε Όμηρ., Ευρ.
2. μεταφ., είμαι βιαστικός κι οργισμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· μὴ σπέρχου, μη βιάζεσαι να οργιστείς, σε Ευρ.
II. αμτβ. = Παθ., ὅτε σπέρχωσιν ἄελλαι, όταν ξεσπούν ορμητικές καταιγίδες, σε Όμηρ.
Middle Liddell
I. to set in rapid motion:—Pass. to be in haste to do a thing, c. inf., Il.; σπ. ἐρετμοῖς to hasten with oars, to ply them rapidly, Od.: part. σπερχόμενος as adv., in haste, hastily, hurriedly, Hom., Eur.
2. metaph. to be hasty and angry, Il., Hdt.; μὴ σπέρχου be not hasty, Eur.
II. intr. = Pass., ὅτε σπέρχωσιν ἄελλαι when storms are driven rapidly, Hom.
Mantoulidis Etymological
(=σπεύδω, βιάζομαι). Ἀπό ρίζα σπερχ-. Σχετίζεται μέ τό σπαίρω.
Παράγωγα: σπερχνός (=ὁρμητικός, γρήγορος), Σπερχειός, σπέργδην (=βιαστικά), ἀσπερχής, ἀσπερχές (=βιαστικά, χωρίς σταματημό).