φαρμακτός

Revision as of 12:30, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ή, όν, A poisoned, βέλη Str.11.2.19; γένος Man.4.540. 2 poisonous, δόλος Id.4.52.

German (Pape)

[Seite 1257] adj. verb. von φαρμάσσω, vergiftet, δόλος, Hinterlist, durch Vergiftung, Maneth. 4, 52.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμακτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμιγμένος μετὰ δηλητηρίου, Μανέθων 4. 52· πρβλ. ἀφάρμακτος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φαρμάσσω
1. αυτός που περιέχει δηλητήριο, δηλητηριώδης
2. αυτός που έχει δηλητηριαστεί, δηλητηριασμένος.