φαρμάσσω

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμάσσω Medium diacritics: φαρμάσσω Low diacritics: φαρμάσσω Capitals: ΦΑΡΜΑΣΣΩ
Transliteration A: pharmássō Transliteration B: pharmassō Transliteration C: farmasso Beta Code: farma/ssw

English (LSJ)

Att. φαρμάττω, prop.
A treat by using medicines, treat by using medications, treat by using drugs: generally, treat, once in Hom., ὡς ὅτ' ἀνὴρ πέλεκυν.. εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ.. φαρμάσσων Od.9.393; cf. φάρμαξις ΙΙ.
II after Hom., heal or relieve by medicine, Pl.Lg.933b, A.R.4.1512.
b φ. μέθυ medicate it, Nic.Th.619.
2 enchant or bewitch by potions or philtres, A.R.3.478, 4.61 (and in Med., Id.3.859): bewitch by flattery, Pl.Smp. 194a, Men.80a:—Pass., οἱ πεφαρμαγμένοι Hp.Morb.Sacr.1; πεφάρμαχθε Ar.Th.534: metaph., of a lamp, φαρμασσομένη χρίματος.. παρηγορίαις A.Ag.94 (anap.).
3 poison, κρέα Plu.Art.19 (Pass.); βέλη, τὸ ὕδωρ Id.2.681f (Pass.), 978c: ἀπεψίας, δι' ἂς φαρμάσσεται τὸ γάλα Sor.1.94.
4 dye, colour, ἔρια Poll.7.169: metaph., φαρμασσομένη εὐμορφία = painted beauty, false beauty, Philostr.Ep.27.
5 season, τηγανίτας σησάμοισι φ. Hippon.36.

German (Pape)

[Seite 1257] att. -ττω, ein künstliches Mittel, φάρμακον anwenden; bei Hom. einmal, Od. 9, 393, vom Metallarbeiter, der das Eisen durch ein künstliches Mittel, durch Eintauchen in kaltes Wasser härtet (vgl. φάρμαξις). – Gew. 1) ein Arzneimittel anwenden, dadurch heilen, lindern, Plat. Legg. XI, 933 b. – 2) Gift geben, durch Gift krank machen oder tödten, Sp., oft. – 3) Zaubermittel anwenden, bezaubern, behexen; πεφάρμαχθε Ar. Th. 534; καὶ γοητεύειν Plat. Men. 80 a; bes. auch durch Zaubermittel zur Liebe und zu andern Leidenschaften verlocken; daher übrtr., durch Lob u. Schmeicheleien bezaubern, einnehmen, vgl. Aesch. λαμπὰς ἀνίσχει φαρμασσομένη χρίσματος ἁγνοῦ μαλακαῖς ἀδόλοισι παρηγορίαις, Ag. 94. – 4) Färbemittel anwenden, färben, schminken, Sp.; und dah. verfälschen, verderben, bes. durch Vermischung mit etwas Fremdartigem; aber auch durch Zuthaten verbessern, bes. würzen, Hippon. bei Ath. 645 c.

French (Bailly abrégé)

f. φαρμάξω, Pass. pf. πεφάρμαγμαι, etc.
travailler ou altérer à l'aide d'une drogue, d'où
I. empoisonner (une flèche, une source, etc.) ; fig. empoisonner, envenimer ; troubler la raison au moyen d'un breuvage ou par des pratiques de sorcellerie;
II. préparer au moyen d'une drogue :
1 parfumer d'une essence ou d'une huile aromatique;
2 tremper le fer.
Étymologie: φάρμακον.

Russian (Dvoretsky)

φαρμάσσω: атт. φαρμάττω
1 применять снадобья Plat.;
2 зачаровывать, заколдовывать (τινά Plat.): οὔ τοι εὖ φρονεῖτε, ἀλλὰ πεφάρμαχθε Arph. вы не в своем уме, вы обморочены;
3 напитывать: λαμπὰς φαρμασσομένη χρίματος παρηγορίαις Aesch. пламя, поддерживаемое маслом;
4 отравлять (τὰ σιτία καὶ τὰ ὄψα Plut.);
5 заражать (ἀέρα λοιμικοῖς πάθεσιν Plut.);
6 закаливать (πέλεκυν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

φαρμάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω. Θεραπεύω μεταχειριζόμενος φάρμακα, ― ὧν τὸ ἰδιαίτερον εἶδος ὁρίζεται ἐκ τῶν συμφραζομένων· ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς λέξεως ταύτης μόνον ἅπαξ, Ὀδ. Ι. 393., ἐπὶ τοῦ σιδηρουργοῦ ὅστις στερεοποιεῖ καὶ στομοῖ τὸν σίδηρον ἐμβάπτων αὐτὸν εἰς ψυχρὸν ὕδωρ· οὕτω φάρμαξις περὶ τὸν χαλκὸν Πλούτ. 2. 395Β. ΙΙ. μέθ’ Ὅμ., θεραπεύωἀνακουφίζω διὰ φαρμάκου, Πλάτ. 933Β, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1512 ― φ. μέθυ, διὰ φαρμάκων παρασκευάζω τὸν οἶνον, Νικ. Θηρ. 619. 2) γοητεύω, μαγεύω διὰ ποτῶν ἢ φίλτρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 478., Δ. 61· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Γ. 859· ― μαγεύω διὰ κολακείας, Πλάτ. Συμπ. 194Α, Μένων 80Α· πεφάρμαχθε Ἀριστοφ. Θεσμ. 534· ― καὶ ὁ Αἰσχύλ. κατ’ ἰσχυρὰν μεταφορὰν λέγει ἐπὶ λαμπάδος, φαρμασσομένη χρίματος ἁγνοῦ μαλακαῖς ἀδόλοισι παρηγορίαις, ποτιζομένη ὡς διὰ φαρμάκου διὰ τῶν μαλακῶν καὶ ἀδόλων τονωτικῶν δυνάμεων τοῦ ἁγνοῦ ἐλαίου, Ἀγαμ. 94. 3) δηλητηριάζω, κρέα Πλουτ. Ἀρτοξ. 19· βέλη, τὸ ὕδωρ ὁ αὐτ. 2. 681Ε, 978C. 4) βάπτω, χρωματίζω, ἔρια Πολύδ. Ζ΄, 169· ― μεταφ., φαρμασσομένη εὐμορφία, ἐψιμυθιωμένη, ψευδὴς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοστράτου. 5) ἀρτύω, καρυκεύω, τηγανίτας σησάμοισι φ. Ἱππῶναξ 27.

English (Autenrieth)

apply a φάρμακον, of metal, temper; part., Od. 9.393†.

Greek Monolingual

και αττ. τ. φαρμάττω και μτγν. τ. φαρμάζω Α
1. εμβαπτίζω, βουτώ μέταλλο, κυρίως πυρακτωμένο σίδηρο, σε νερό, στομώνω, βάφω («ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν... εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα φαρμάσσων», Ομ. Οδ.)
2. βάφω, χρωματίζω («λέγεται δὲ καὶ φαρμάττειν τὰ ἔρια, καὶ μηλοῦν, καὶ καταμηλοῦν, τὸ τῷ κινήθρῳ καταδύειν», Πολυδ.)
3. θεραπεύω ή ανακουφίζω κάποιον με τη χρήση φαρμάκων
4. μαγεύω κάποιον με ποτά ή φίλτρα, γοητεύω («τοὺς οἰομένους πεφαρμάχθαι δι' ἐπῳδῶν», Αμμών.)
5. καθιστώ κάτι δηλητηριώδες με ανάμιξη φαρμάκου, δηλητηριάζω («φαρμάττουσα τὸ ὕδωρ», Πλούτ.)
6. εμποτίζω κάτι με φαρμακευτική ουσία («φαρμάσσειν μέθυ», Νίκ.)
7. (σχετικά με έδεσμα) αρτύω, καρυκεύω
8. μτφ. θέλγω, σαγηνεύω κάποιον με κολακείες («γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις», Πλάτ.)
9. (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ.) φαρμασσομένη
επίπλαστη, ψεύτικη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκ- < φάρμακον].

Greek Monotonic

φαρμάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω·
I. 1. μεταχειρίζομαι κάτι χρησιμοποιώντας φάρμακα· λέγεται για το σιδηρουργό, που σκληραίνει το σίδερο βυθίζοντάς το σε νερό, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. θεραπεύω ή ανακουφίζω με φάρμακο, σε Πλάτ.
2. μαγεύω με φίλτρα· απ' όπου, θωπεύω, καλοπιάνω με κολακεία, στον ίδ.· μεταφ. σε Παθ. λέγεται για λάμπα, ως φαρμασσομένη χρίσματος παρηγορίαις, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φαρμάσσω,
I. to treat by using φάρμακα, of a metal-worker, who hardens iron by plunging it in water, Od.
II. to heal or relieve by medicine, Plat.
2. to bewitch by potions or philtres: hence to bewitch by flattery, Plat.: metaph. in Pass. of a lamp, as φαρμασσομένη χρίματος παρηγορίαις Aesch.