ῥοδουντία

Revision as of 13:19, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ἡ, A dish flavoured with roses, Ath.9.403d; cf. ῥοδωνιά IV.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδουντία: ἡ, ἔδεσμα παρεσκευασμένον μετὰ ῥόδων, Ἀθήν. 403D· πρβλ. ῥοδωνιὰ IV.

Greek Monolingual

ἡ, Α
έδεσμα με βασικό συστατικό τα ροδοπέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. επιθ. ῥοδοῦς, -οῦντος (< ῥοδόεις, με συναίρεση)].