συναίρεση
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
Greek Monolingual
η / συναίρεσις, -έσεως, ΝΜΑ συναιρώ
γραμμ. η συγχώνευση, μέσα σε μία λέξη, δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μακρό φωνήεν ή δίφθογγο, π.χ. αγαπάω: αγαπώ, γέα: γῆ, τιμάεις: τιμᾷς
νεοελλ.
χημ. προοδευτική αποβολή του υγρού μέσου διασποράς από μια διογκωμένη πηκτή ως αποτέλεσμα ορισμένης μεταβολής τών φυσικών συνθηκών, όπως είναι η διαδικασία αποχωρισμού του ορού από έναν θρόμβο αίματος και ο αποχωρισμός του υδαρούς οπού του γάλακτος κατά την παρασκευή του τυριού
μσν.-αρχ.
1. συνάθροιση, άθροισμα
2. σύνθεση
αρχ.
1. το να παίρνει ή να σύρει κανείς προς το μέρος του κάτι, συμμάζεμα, συγκέντρωση («συναίρεσις καρπῶν», Αθήν.)
2. κλείσιμο («τῶν διοδευθησομένων χωρίων συναίρεσις», Σωρ.)
3. περιορισμός, σε αντιδιαστολή προς την αύξηση
4. (για διαστήματα και αποστάσεις) σμίκρυνση
5. γενίκευση.