τό, A drinking-trough for cattle, LXX Ge. 24.20, 30.38. 2 = popina, Gloss.
[Seite 690] τό, Kanal zum Tränken od. Bewässern, LXX.
ποτιστήριον: τό, ποτίστρα, σκαφίδιον πρὸς πότισιν βοσκημάτων, Ἑβδ. (Γεν. ΚΔ΄, 20, Λ΄, 38).