ποτίστρα

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτίστρα Medium diacritics: ποτίστρα Low diacritics: ποτίστρα Capitals: ΠΟΤΙΣΤΡΑ
Transliteration A: potístra Transliteration B: potistra Transliteration C: potistra Beta Code: poti/stra

English (LSJ)

ἡ,
A watering-place, drinking-trough, Call.Dian.50, D.S.3.17, Str.8.3.31, Al.Ex.2.16, PFlor.50.107 (iii A.D.).
2 conduit or channel, CPR121.1 (pl., iii A.D.), PTeb.374.14 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 690] ἡ, die Tränke, Callim. H. Dian. 50; Strab. 8, 3, 31; D. Sic. 3, 17.

Russian (Dvoretsky)

ποτίστρα:водопой Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίστρα: ἡ, μέρος πρὸς πότισμα, σκάφη πρὸς ποτισμὸν ζῴων, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 50, Διόδ. 3. 17, Στράβ. 356· ὡσαύτως ποτιστρίς, ίδος, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 890. Πρβλ. πίστρα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ποτιστρέα, Α
1. μέρος όπου πίνουν νερό τα ζώα
2. σκάφη για το πότισμα τών ζώων
νεοελλ.
το ποτιστήρι
αρχ.
1. σωλήνωση για τη μεταφορά νερού σε οικία
2. εγκατάσταση για την άρδευση τών αγρών, υδραγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάστρα)].