σεσαρώς

Revision as of 16:38, 9 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\n" to "")

English (LSJ)

v. σαίρω¹.

Greek (Liddell-Scott)

σεσᾱρώς: Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).

Greek Monotonic

σεσᾱρώς: Δωρ. αντί σεσηρώ, Επικ. θηλ. σεσᾰρυῖα.

Russian (Dvoretsky)

σεσᾱρώς: дор. = σεσηρώς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεσαρώς ptc. perf. van σέσηρα.