περισυλάω

Revision as of 17:32, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

A strip off all round, τὸ ἱμάτιον Ph. 1.637. II strip, plunder, ἄγαλμα Ael.VH1.20; strip of one's property, Id.Fr.48; ἀποκτείνει αὐτοὺς καὶ π. ὅσα ἐπηγάγοντο ib.167 :—Pass., περισυλᾶσφαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν Pl.Grg.486c, cf. Luc.Philops.20, JConf.8.

German (Pape)

[Seite 595] rings herum abnehmen und rauben, berauben, bes. von Gegenständen, die um Einen herum sind, als Kleider, Schmuck u. dgl., Plat. ὑπ ὸ τῶν ἐχθρῶν περισυλᾶσθαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν, Gorg. 486 b, u. Sp., wie Luc. Philops. 20.

Greek (Liddell-Scott)

περισῡλάω: ἀφαιρῶ πανταχόθεν, ἀπεκδύω, τὸ ἱμάτιον Φίλων 1. 637. ΙΙ. ἀφαιρῶ τινα τὰ ἐνδύματα, ἀπογυμνῶ, τινα Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· ― Παθ., περισυλᾶσθαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν, ἀποστεροῦμαι, κλέπτομαι, Πλάτ. Γοργ. 486C πρβλ. Λουκ. Φιλοψευδ. 20, Δία Ἐλεγχόμ. 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dépouiller entièrement.
Étymologie: περί, συλάω.

Russian (Dvoretsky)

περισῡλάω: досл. стаскивать, перен. ограблять (ὑπό τινος περισυλᾶσθαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-συλάω beroven, plunderen.