plunder
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English > Greek (Woodhouse)
substantive
booty: P. and V. λεία, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.
act of plundering: P. and V. ἁρπαγή, ἡ (or pl. in V.), P. πόρθησις, ἡ, λῃστεία, ἡ, σύλησις, ἡ.
arms taken from a foe: P. and V. σκῦλα, τά (sing. also in V.). σκυλεύματα, τά. V. λάφυρα, τά.
verb transitive
P. and V. πορθεῖν, ἐκπορθεῖν, διαπορθεῖν, ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, διαρπάζειν. συλᾶν, λῄζεσθαι, φέρω, φέρειν, P. ἄγω καὶ φέρω, ἄγειν καὶ φέρειν, διαφορεῖν, λῃστεύειν, V. πέρθειν, ἐκπέρθειν (also Plato but rare P.).
I am plundered: Ar. ἄγομαι φέρομαι (Nubes 241).
overrun: P. κατατρέχειν, καταθεῖν.
drive off plunder: P. and V. λεηλατεῖν (Xen.).
strip the dead of arms: P. and V. σκυλεύειν.