παρεγχέω

Revision as of 09:05, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

English (LSJ)

A pour in beside, Arist.EE1235b39 :—Pass., Id.Mete.359a2, Gal.18(2).469; κριθαὶ παρεγκεχυμέναι v.l. in Plu.2.82e.

German (Pape)

[Seite 510] (s. χέω), daneben hineingießen, hinzugießen; Arist. meteor. 2, 3; ἡδὺν εἶναι τὸν οἶνον παρεγχεομένης θαλάττης Ath. I, 26 b, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παρεγχέω: ἐγχέω παρά …, πλησίον, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 5· παθ., Μετεωρ. 2. 3, 33. ― Ἴδε Γ. Ν. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 651.

Greek Monolingual

ΜΑ
χύνω, αδειάζω, ανακατεύω επί πλέον (α. «παρεγχέομεν ἑψήματος μέρος», Γεωπ. β. «κριθαῑς παρεγκεχυμέναις» Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγχέω.

Russian (Dvoretsky)

παρεγχέω: доливать, добавлять (ὄξος Arst.).