ταυρογενής

Revision as of 09:40, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

English (LSJ)

ές, doubtful epithet of Dionysus, Orph.Fr.297.

German (Pape)

[Seite 1073] ές, vom Stiergeschlecht, Orph. fr. 28, 7, Beiw. des Bacchus.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρογενής: -ές, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28. 7.

Greek Monolingual

-ές, Α
πιθ. (ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].