θεόφοβος

Revision as of 05:54, 26 May 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A fearing God, God-fearing Porph.Abst.1.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1198] = θεοσεβής, Hesych. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεόφοβος: -ον, φοβούμενος τὸν θεόν, θεοσεβής, Κύριλλ. - Ἐπίρρ. -βως, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θεόφοβος, -ον)
αυτός που φοβάται τον θεό, ο θεοσεβής.
επίρρ...
θεοφόβως (AM)
με ευσέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. ά-φοβος, επί-φοβος].