ἔμπτωτος
English (LSJ)
ον, A falling into, inclined, εἰς τὸ κακόν M.Ant.10.7; τῷ πάθει Aë7.54.
German (Pape)
[Seite 818] hineingefallen, εἴς τι, M. Anton. 10, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπτωτος: -ον, ἐπιρρεπής, ἔμπτωτα εἰς τὸ κακὸν Μάρκ. Ἀντωνῖν. 10. 7.
Spanish (DGE)
Greek Monolingual
ἔμπτωτος, -ον (Α)
επιρρεπής («ἔμπτωτα εἰς τὸ κακόν», Μάρκ. Αυρ.).