σπιλωτός

Revision as of 06:48, 16 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω")

English (LSJ)

ή, όν, A stained, Gloss.

German (Pape)

[Seite 921] befleckt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐλωτός: -ή, -όν, (σπιλόω) κεκηλιδωμένος, «λερωμένος», Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπιλωτός, -ή, -όν, ΝΑ σπιλῶ, -ώνω
αυτός που έχει κηλίδες, στίγματα.