τιτθίον

Revision as of 07:26, 18 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, Dim. of
A τιτθός 1, Crates Com.40, Ar.Ach.1199, Ra.415 (lyr.), Men. Sam.51, Antiph.106.4.

German (Pape)

[Seite 1121] τό, dim. von τίτθη, Brüstchen, Ar. Ach. 1199 Plut. 1067 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

τιτθίον: τό, ὑποκορ. τοῦ τιτθός, τῶν τιτθίων, ὡς σκληρὰ καὶ κυδώνια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1199· χιτωνίου παραρραγέντος τιτθίον προκῦψαν Βάτρ. 412, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de τιτθός.

Greek Monolingual

τὸ, Α τιτθός
(υποκορ. του τιτθός) μικρός μαστός, βυζάκι.

Greek Monotonic

τιτθίον: τό, υποκορ. του τιτθός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τιτθίον: τό сосочек Arph.

Middle Liddell

τιτθίον, ου, τό, [Dim. of τιτθός, Ar.]