βαρύδουπος

Revision as of 09:20, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ον, A = βαρύγδουπος (q.v.), Mosch.2.120; θρῆνος Epigr.Gr.344.13.

German (Pape)

[Seite 433] schwer, dumpf tosend, Mosch. 2. 116; Nonn.; Coluth. 55; s. βαρύγδουπος.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύδουπος: -ον, = βαρύγδουπος, (ὅ ἴδε), Μόσχ. 2. 116, Μουσαῖ., κτλ· θρῆνος Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 344. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait un bruit retentissant.
Étymologie: βαρύς, δοῦπος.

Spanish (DGE)

(βᾰρύδουπος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que produce un ruido sordo Ζεύς Mosch.2.120, θρῆνος IHadrian.80.13, ἠχώ Nonn.Par.Eu.Io.12.29, κόμπος Colluth.55; v.βαρύγδουπος.

Greek Monolingual

-ον
βλ. βαρύγδουπος.

Greek Monotonic

βᾰρύδουπος: -ον, αυτός που ακούγεται δυνατά, που κάνει κρότο, σε Μόσχ.

Middle Liddell

loud-sounding, Mosch.