βαρύδουπος
English (LSJ)
ον, A = βαρύγδουπος (q.v.), Mosch.2.120; θρῆνος Epigr.Gr.344.13.
German (Pape)
[Seite 433] schwer, dumpf tosend, Mosch. 2. 116; Nonn.; Coluth. 55; s. βαρύγδουπος.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύδουπος: -ον, = βαρύγδουπος, (ὅ ἴδε), Μόσχ. 2. 116, Μουσαῖ., κτλ· θρῆνος Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 344. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait un bruit retentissant.
Étymologie: βαρύς, δοῦπος.
Spanish (DGE)
(βᾰρύδουπος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que produce un ruido sordo Ζεύς Mosch.2.120, θρῆνος IHadrian.80.13, ἠχώ Nonn.Par.Eu.Io.12.29, κόμπος Colluth.55; v.βαρύγδουπος.
Greek Monolingual
-ον
βλ. βαρύγδουπος.
Greek Monotonic
βᾰρύδουπος: -ον, αυτός που ακούγεται δυνατά, που κάνει κρότο, σε Μόσχ.