βαρύγδουπος

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠγδουπος Medium diacritics: βαρύγδουπος Low diacritics: βαρύγδουπος Capitals: ΒΑΡΥΓΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: barýgdoupos Transliteration B: barygdoupos Transliteration C: varygdoupos Beta Code: baru/gdoupos

English (LSJ)

βαρύγδουπον, loud-thundering, loud-roaring, Ζεύς Pi.O.8.44; ἄνεμοι Id.P.4.210, cf. AP9.674; ἔρωτες Ion Lyr.9.3.

Spanish (DGE)

(βᾰρύγδουπος) -ον
que retumba gravemente Ζεύς Pi.O.8.44, ἄνεμοι Pi.P.4.210, ἀῆται AP 9.674, θάλασσα Musae.270, ἔρωτες Io Lyr.5.3; v. βαρύδουπος.

German (Pape)

[Seite 433] für βαρύδουπος, stark tosend, Ζεύς Pind. Ol. 6, 81; ἄνεμος P. 4, 210; ἀῆται Ep. ad. 373 (IX, 674); sp. D., Mus. 270 θάλασσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύγδουπος -ον βαρύς, (γ)δοῦπος zwaar dreunend van Zeus, de winden. Pind.

Russian (Dvoretsky)

βαρύγδουπος: Pind., Anth. = βαρυβρεμέτης.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγδουπος: -ον, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, ἠχηρῶς κροτῶν, Ζεύς Πίνδ. Ο. 8. 58· ἄνεμοι ὁ αὐτ. Π. 4. 373· ἔρωτες Ἴων 9. 1 Bgk.

English (Slater)

βᾰρύγδουπος
1 loud thundering βαρυγδούπων ἀνέμων (P. 4.210) of Zeus, βαρυγδούπῳ πατρὶ (O. 6.81) βαρυγδούπου Διός (O. 8.44)

Greek Monolingual

και βαρύδουπος, -η, -ο (Α βαρύγδουπος, -ον και AM βαρύδουπος, -ον)
αυτός που προκαλεί βαρύ γδούπο, κρότο
νεοελλ.
εκείνος που προκαλεί κενό, περιττό θόρυβο.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού βροντᾶ δυνατά). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις βαρύς + γδοῦπος (=κρότος).