βαρύγδουπος

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠγδουπος Medium diacritics: βαρύγδουπος Low diacritics: βαρύγδουπος Capitals: ΒΑΡΥΓΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: barýgdoupos Transliteration B: barygdoupos Transliteration C: varygdoupos Beta Code: baru/gdoupos

English (LSJ)

βαρύγδουπον, loud-thundering, loud-roaring, Ζεύς Pi.O.8.44; ἄνεμοι Id.P.4.210, cf. AP9.674; ἔρωτες Ion Lyr.9.3.

Spanish (DGE)

(βᾰρύγδουπος) -ον
que retumba gravemente Ζεύς Pi.O.8.44, ἄνεμοι Pi.P.4.210, ἀῆται AP 9.674, θάλασσα Musae.270, ἔρωτες Io Lyr.5.3; v. βαρύδουπος.

German (Pape)

[Seite 433] für βαρύδουπος, stark tosend, Ζεύς Pind. Ol. 6, 81; ἄνεμος P. 4, 210; ἀῆται Ep. ad. 373 (IX, 674); sp. D., Mus. 270 θάλασσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύγδουπος -ον βαρύς, (γ)δοῦπος zwaar dreunend van Zeus, de winden. Pind.

Russian (Dvoretsky)

βαρύγδουπος: Pind., Anth. = βαρυβρεμέτης.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγδουπος: -ον, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, ἠχηρῶς κροτῶν, Ζεύς Πίνδ. Ο. 8. 58· ἄνεμοι ὁ αὐτ. Π. 4. 373· ἔρωτες Ἴων 9. 1 Bgk.

English (Slater)

βᾰρύγδουπος
1 loud thundering βαρυγδούπων ἀνέμων (P. 4.210) of Zeus, βαρυγδούπῳ πατρὶ (O. 6.81) βαρυγδούπου Διός (O. 8.44)

Greek Monolingual

και βαρύδουπος, -η, -ο (Α βαρύγδουπος, -ον και AM βαρύδουπος, -ον)
αυτός που προκαλεί βαρύ γδούπο, κρότο
νεοελλ.
εκείνος που προκαλεί κενό, περιττό θόρυβο.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού βροντᾶ δυνατά). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις βαρύς + γδοῦπος (=κρότος).