ἁμαξοφόρητος
English (LSJ)
ον, A carried in wagons, οἶκος, of the Scythians, Pi. Fr.104.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξοφόρητος: ον = ὁ φερόμενος ἐν ἁμάξῃ, ἁμ. οἶκος, περὶ τῶν Σκυθικῶν οἰκημάτων, Πινδ. Ἀποσπ. 72.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
llevado por un carro οἶκος de los escitas, Pi.Fr.105b.2.
Greek Monolingual
ἁμαξοφόρητος, -ον (Α)
1. αυτός που φέρεται, που μετακινείται με άμαξα
2. φρ. «ἁμαξοφόρητος οἶκος», για τους Σκύθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + φορητός < φορέω, βλ. φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξοφόρητος: возимый на повозке: ἁ. οἶκος Pind. кибитка.