curvarse del pico de las águilas τὸ ῥύγχος ... γαμψούμενον ἀεὶ μᾶλλον Arist.HA 619a17, cf. Antig.Mir.46•tard. act. Sud.s.u. γαμψώνυχα.
γαμψόομαι: быть изогнутым, кривым (ῥύγχος γαμψούμενον Arst.).