φαφούτης

Revision as of 16:02, 26 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

φαφούτης, φαφούτα, φαφούτικο, θηλ. και φαφούτισσα, Ν
αυτός που του έχουν πέσει τα δόντια, που δεν έχει δόντια, ξεδοντιάρης, κουτσοδόντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον. ήχο που παράγεται όταν μιλά κάποιος που δεν έχει δόντια].