επίψογος

Revision as of 06:30, 2 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ")

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίψογος, -ον)
εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν μέντοι δεῖ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῖς γιγνομένων», Ξεν.)
αρχ.
ψογερός, αυτός που ψέγει κάποιον («ἐπίψογος φάτις»).