γαμοκλόπος

Revision as of 16:10, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

English (LSJ)

ον, (κλέπτω) A adulterous, AP9.475, Tryph.45, Nonn.D.3.377, al.

German (Pape)

[Seite 473] verstohlen heirathend, buhlend, Anth. IX, 475; Nonn. D. 3, 377 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

γαμοκλόπος: -ον, (κλέπτω) μοιχευτικός, μοιχός, Ἀνθ. Π. 9. 475, Τρυφ. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adultère.
Étymologie: γάμος, κλέπτω.

Spanish (DGE)

(γᾰμοκλόπος) -ου, ὁ 1 ladrón de esposas, adúltero de Paris AP 9.475, Δηιφόβοιο γαμοκλόπον ὕβριν Triph.45
amante furtivo Ἄρης Nonn.D.3.377, 6.97, ὄμβρον ἔχευε γαμοκλόπον ref. al amor de Zeus por Dánae, Nonn.D.47.545, cf. 42.120.
2 como epít. de Κύπρις que protege los amores furtivos, ICr.3.4.37.5 (Itanos II/I a.C.).

Greek Monolingual

γαμοκλόπος, ο (AM)
1. ο μοιχός
2. αυτός που ταιριάζει σε μοιχό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάμος + -κλοπος < κλέπτω.

Greek Monotonic

γᾰμοκλόπος: -ον, μοιχευτικός, μοιχός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμοκλόπος: ὁ похититель чужой жены (sc. Πάρις Anth.).

Middle Liddell

κλέπτω
adulterous, Anth.