adúltero
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
Spanish > Greek
ἀλλοτριόγαμος, ἀμερσίγαμος, γαμοκλόπος, γαμολύτης, δαλιοχός, δάοχος, δίγαμος, κατάμοιχος, λαθραιόκοιτος, λεκτροκλόπος, λιπόγαμος, μοιχευτής, μοιχίδιος, μοίχιος, μοιχός, οἰκοφθόρος