adúltero
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Spanish > Greek
ἀλλοτριόγαμος, ἀμερσίγαμος, γαμοκλόπος, γαμολύτης, δαλιοχός, δάοχος, δίγαμος, κατάμοιχος, λαθραιόκοιτος, λεκτροκλόπος, λιπόγαμος, μοιχευτής, μοιχίδιος, μοίχιος, μοιχός, οἰκοφθόρος