δύσκτητος

Revision as of 16:18, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

English (LSJ)

ον, A hard to come by, πραγματεία Plb.3.32.1; τἀγαθόν Phld.Herc.1251.4 (dub.).

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu erwerben, Pol. 3, 32, 1.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκτητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κτήσηται ἢ κερδήσῃ τις. Πολύβ. 3.32,1.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de adquirir de la obra de Polibio, por su volumen, Plb.3.32.1, ἡμῖν δ' [ἄκ] τητον ἢ δ[ύσ] κτητον ε[ἶναι] τἀγαθόν Phld.Elect.4.6, cf. Cont.17.21 (dud.).

Greek Monolingual

δύσκτητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποκτάται.

Russian (Dvoretsky)

δύσκτητος: с трудом приобретаемый, т. е. имеющий затрудненный сбыт (ἡ πραγματεία δ. διὰ τὸ πλῆθος τῶν βύβλων Polyb.).