ἀνέμιος
English (LSJ)
ον, A f.l. for ἀνεμιαῖος in Ph.1.96, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] windig, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέμιος: -ον, = ἀνεμιαῖος, 2· πράξεις ἀνέμιοι καὶ κοῦφαι Φίλων 1. 96: ἀνέμιον πνεῦμα Καισάρ. σ. 1112, ἔκδ. Μί., Δίδ. Ἀλεξ. 956Β.
Spanish (DGE)
-ον huero de un huevo, Hsch.