ἀνεμιαῖος
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ἀνεμιαῖον,
A windy, ᾠὸν ἀνεμιαῖον a wind-egg, Arar.6, Com.Adesp.5 D., Ath.2.57e; ἄγονα καὶ ἀ. ἔκγονα ψυχῆς Them.Or.32.356a.
2 metaph., empty, vain, γόνιμον ἢ ἀ. Pl.Tht.151e; ἀ. τε καὶ ψεῦδος ib. 161a; ἀ. ἐλπίς Alciphr.1.21.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 huero ᾠόν Arar.6, Ar.Fr.62.21Au., Ath.57e.
2 fig. vano, huero σκεψώμεθα, γόνιμον ἢ ἀνεμιαῖον τυγχάνει ὄν veamos si (lo que has dicho) resulta ser algo fecundo o algo vacío Pl.Tht.151e, ἀνεμιαῖόν τε καὶ ψεῦδος algo vacío y falso Pl.Tht.160e, cf. Them.Or.32.356a, ἡ μαιευτικὴ ἡμῖν τέχνη ἀνεμιαῖά φησι γεγενῆσθαι Pl.Tht.210b, ἐλπίς ἀ. esperanza vana Alciphr.3.38.1.
3 ἀνεμιαίων· ἐκ τῶν ἀνέμων Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] windig, nichtig, ᾠόν Araros B. A. 81, Windei; Ath. II, 57 e; nach Moer. die eigtl. att. Form für ὑπηνέμιον; dah. übertr. auf das Ergebniß einer Untersuchung, γόνιμον ἢ ἀν., fruchtbar od. nichtig u. leer, Plat. Theaet. 151 e; mit derselben Metapher, άνεμιαῖα, οὐκ ἄξια τροφῆς 210 b; vgl. 161 a; so Themist. 32 ἄγονα καὶ ἀν. Vgl. Mein. Men. p. 40.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμιαῖος: досл. наполненный ветром или воздухом, перен. пустой, ничтожный (ἀ. καὶ ψεῦδος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμιαῖος: -ον, ὡσαύτως α, ον, (ἄνεμος) ὁ ἄνεμον περιέχων, ᾠὸν ἀνεμιαῖον, «ἀβάτευον αὐγόν», τὸ ἄνευ ἀλέκτορος γεννηθέν, δι’ ὃ καὶ ἄγονον. - ὑπηνέμιον Ἀραρὼς ἐν «Καινεῖ» 2, Ἀθήν. 57Ε· ἄγονα καὶ ἀνεμιαῖα Θεμιστ. 356 Α: (ὑπηνέμιον, ὃ ἴδε, εἶναι ἧττον Ἀττ., Πιερσ. Μοῖρ. σ. 73). 2) μεταφ., κενός, κοῦφος, μάταιος, γόνιμον ἢ ἀνεμιαῖον τυγχάνει ὂν Πλάτ. Θεαίτ. 151 Ε ἀνεμιαῖόν τε καὶ ψεῦδος αὐτόθι 161Α.
Greek Monolingual
ἀνεμιαῖος, -ον (Α) ανεμία
1. μάταιος, κενός, ανυπόστατος
2. φρ. α) «ἀνεμιαῖον ᾠόν» — αβγό άγονο, που η κότα το γέννησε χωρίς να γονιμοποιηθεί από τον πετεινό
β) «ἀνεμιαῖον κύημα» — ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογγάστρι.