οναυτ. ο λεμβίτης που ανήκει στο πλήρωμα της δεύτερης λέμβου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. canotiers maiors). Η λ. δευτερολεμβίται μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].