ετεροβαρής

Revision as of 08:51, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-ές (Μ ἑτεροβαρής, -ές)
αυτός του οποίου το βάρος πιέζει το ένα μέρος, τη μία πλευρά
νεοελλ.
εκείνος που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία πλευρά, που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («ετεροβαρής σύμβαση»).
επίρρ...
ετεροβαρώς
κατά ετεροβαρή, άνισο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής, οινο-βαρής].