εὐσχημάτιστος

Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A well-formed, Eust.1570.47.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσχημάτιστος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, Εὐστ. 1570. 47.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ εὐσχημάτιστος, -ον)
καλά σχηματισμένος
μσν.
αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχηματιστος (< σχηματίζομαι), πρβλ. α-σχημάτιστος, ετερο-σχημάτιστος].