ον, (φέρω) = ζωοφόρος.
(I)οβλ. ζωοφόρος (Ι).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο-φόρος, σημαιο-φόρος.(II)ηβλ. ζωοφόρος (ΙΙ).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)].