ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος. επίρρ...ἡδυφώνως (Μ)με γλυκιά φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό-φωνος, λιγό-φωνος, ομό-φωνος κ.ά.].